- διχοφροσύνη
- διχοφροσύνη, η (Α)1. διχόνοια, διαφωνία2. στάση, πολιτική σύγκρουση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διχοφροσύνη — discord fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διχοφροσύνην — διχοφροσύνη discord fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διχοφροσύνης — διχοφροσύνη discord fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διχοφροσύνας — διχοφροσύνᾱς , διχοφροσύνη discord fem acc pl διχοφροσύνᾱς , διχοφροσύνη discord fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)